Τούρκος Καθηγητής - Για την καταστροφή

Κωνσταντίνος Νίγδελης Γράφτηκε από τον 

(0 ψήφοι)

Αλήθειες και μύθοι για τους υπαίτιους της τραγωδίας 
Ποιοι έκαψαν τη Σμύρνη; Η βεβαιότητα των ηττημένων, η αμηχανία των νικητών

HALIL BERKTAY 
Οι ελληνικές και οι τουρκικές αφηγήσεις της πυρκαϊάς της Σμύρνης/Izmir στις 13-16 Σεπτεμβρίου του 1922 αποκλίνουν εξαιρετικά. Η ελληνική εθνική μνήμη θεωρεί μεγάλο πράγμα «το κάψιμο της Σμύρνης»: εκλαμβάνεται ως τεράστια τραγωδία και αναφέρεται ξανά και ξανά, σαν ψυχολογικό αντιστάθμισμα για το λάθος μιας επεκτατικής περιπέτειας που οδήγησε στην καταστροφή. Δεδομένης της έντονης πεποίθησης ότι η Σμύρνη κάηκε από τους Τούρκους, είναι ίσως υποσυνείδητα μια ευπρόσδεκτη τραγωδία που βοηθάει τον ηττημένο να ανακτήσει ένα αίσθημα δικαίου και να συντηρήσει αυτή την πεποίθηση που τρέφουν όλοι οι αμοιβαία ανταγωνιστικοί εθνικισμοί ότι για άλλη μια φορά υπήρξε θύμα, έτσι ώστε οι Ελληνες να θυμούνται όχι πώς οι ίδιοι έκαναν κακό στους Τούρκους αλλά πώς οι Τούρκοι έκαναν κακό σε αυτούς. 
Απέναντι στις βεβαιότητες των ηττημένων, από την πλευρά των νικητών υπάρχει αμηχανία και αβεβαιότητα, αποτέλεσμα μιας αμήχανης, ασαφούς και γεμάτης υπεκφυγές κοινωνικής μνήμης, η οποία θα προτιμούσε να ξεχάσει την όλη υπόθεση. Ναι, υπάρχουν οι συνηθισμένες κατηγορίες ότι «ο ελληνικός στρατός έβαλε φωτιά στην πόλη αποχωρώντας», μπορεί όμως να αποδειχθεί ότι αυτές συναρμολογήθηκαν από τις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 και μετά. Τα γνωστά γεγονότα είναι ότι μια φωτιά ξέσπασε αρχικά κοντά στην αρμενική εκκλησία το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου και ακολουθήθηκε από μια σειρά μεταγενέστερων πυρκαϊών στη γύρω περιοχή. Από τις 9 ως τις 13 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός Τύπος τόσο στην Αγκυρα όσο και στην Κωνσταντινούπολη δεν μιλάει καθόλου για καταστροφές στην πόλη από τον αποχωρούντα ελληνικό στρατό. Τη 15η και τις επόμενες δύο ημέρες περιορίζεται στην περιγραφική αναφορά πυρκαϊών «αγνώστων αιτίων» σε διάφορα σημεία της αρμενικής συνοικίας, χωρίς να εκφέρει καμία κρίση. 
Στην εξαιρετικά λεπτομερή αναφορά του ο Πολ Γκρέσκοβιτς, ο αυστριακής καταγωγής αρχηγός της πυροσβεστικής υπηρεσίας της πόλης, δεν βρίσκει ενδείξεις προμελετημένου εμπρησμού. Το ίδιο και ο Κινρός, ο οποίος αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο θέμα στη μελέτη του για τον Ατατούρκ. Αντιθέτως αναφέρει ότι κτίρια μπορεί να πήραν φωτιά κατά τη διάρκεια συγκρούσεων Αρμενίων (για τους οποίους άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι φοβούνταν επανάληψη των αγριοτήτων του 1915) και τούρκων στρατιωτών που προσπαθούσαν να τους περικυκλώσουν και να κατάσχουν τα όπλα τους (ο Μπίλγκε Ουμάρ, καθηγητής της Νομικής ο οποίος εξελίχθηκε σε τοπικό ιστορικό, συμφωνεί εν γένει με αυτή την ερμηνεία). 
Στα μέσα του Σεπτεμβρίου του 1922, όμως, όταν εμφανίζονται οι πρώτες δηλώσεις των αρχικά σοκαρισμένων ανώτατων στρατιωτικών, είτε του Μουσταφά Κεμάλ προς τον ναύαρχο Ντυμενίλ είτε του Καζίμ (Οζάλπ) Πασά ή του Νουρεντίν Πασά προς μια ξένη αντιπροσωπεία, όλες συντείνουν στο να επιρρίψουν τις «πολυάριθμες πυρκαϊές αγνώστου προελεύσεως» σε μια συνωμοσία αρμενικών οργανώσεων ή μια κοινή συνωμοσία «ρωμαίικων και αρμενικών εθνικιστικών οργανώσεων». Ενα δε τηλεγράφημα του αρχηγού του στρατού Φεβζί (Τσακμάκ) Πασά που δημοσίευσε η «Hakimiyet-i Milliye» στις 18 Σεπτεμβρίου μιλάει για «άγρια συνωμοσία που διαπράχθηκε αναμφίβολα από κάποιους αχρείους συνεργαζόμενους με τον ελληνικό στρατό για να αμαυρώσουν τη νίκη μας και να προκαλέσουν ξένη επέμβαση». 
Ο Τύπος υιοθετεί αυτόν τον υπαινιγμό και από τις 19 Σεπτεμβρίου μπαίνει στον όλο και ενισχυόμενο χορό τού «οι Ελληνες έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη πριν από την αναχώρησή τους». Από εκείνο το σημείο και μετά επιλεγμένες φράσεις, αποσπάσματα, αόριστες αλλά δήθεν ενημερωμένες παρατηρήσεις ή κατηγορίες μέσω υπαινιγμών συσσωρεύονται για να δημιουργήσουν, να ενισχύσουν και να νομιμοποιήσουν μια αφήγηση που υπαγορεύεται από την εθνικιστική προκατάληψη. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη πλευρά στο ότι η πυρκαϊά της 13ης-16ης Σεπτεμβρίου είναι ένα κάθε άλλο παρά αγαπημένο θέμα του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος προτιμά να μιλάει για «ελληνικές αγριότητες», στις οποίες έχουν αφιερωθεί πολλοί τόμοι από την Τουρκική Ιστορική Εταιρεία. Οι πατριωτικές αυτές μελέτες έχουν επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στις λεηλασίες του υποχωρούντος ελληνικού στρατού, ιδιαίτερα από τις 30 Αυγούστου ως τις 9 Σεπτεμβρίου. Αυτό εξυπηρετεί τόσο την υποδαύλιση της μνησικακίας όσο και τον περισπασμό της προσοχής από τη μετέπειτα καταστροφή. 
Οσον αφορά τη φωτιά αυτή καθαυτή, υπάρχουν ελάχιστα που να την αφορούν, όπως ελάχιστα υπήρχαν και το 1923-1924, όταν ο συμπαθών Καρλ Κλίνγκχαρτ είχε παρατηρήσει έκπληκτος ότι οι Τούρκοι «απείχαν από κάθε προπαγάνδα που να αντανακλά τη δική τους οπτική γωνία». Τότε και τώρα αυτό είναι μάλλον αληθές: όλες οι κουβέντες για συνωμοσία των Αρμενίων ή των Ρωμιών και των Αρμενίων ή για τη συνενοχή του ελληνικού στρατού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από κούφιες απειλές, κάτι σαν ακούσιο αντανακλαστικό που προβάλλεται σαν προπέτασμα καπνού απλώς για να υπάρξει μια αντεκδίκηση, να χαραχθεί ένα όριο, μια αμυντική περίμετρος, ώστε να προληφθεί στη γέννησή του ένα κενό λόγου ή μια γκρίζα ζώνη ασάφειας, ποτέ όμως με στόχο να αποτελέσει μια σοβαρή θέση. 
Αυτή η έλλειψη εσωτερικής πεποίθησης αντανακλάται και στον μοναδικό χαρακτηρισμό που χρησιμοποιείται για το γεγονός από την τουρκική πλευρά: «Izmir yangini», που σημαίνει όχι η «πυρπόληση» αλλά η «πυρκαϊά της Σμύρνης», φράση η οποία παραβλέπει τον υποκειμενικό παράγοντα υπέρ μιας φυσικής ή τυχαίας καταστροφής. Αντανακλάται επίσης στα απομνημονεύματα του Ινονού, όπου με 60 λέξεις ο γηραιός πολιτικός καταφέρνει να κάνει τη μεγάλη πυρκαϊά να ωχριά μπροστά σε όλες τις άλλες μικρότερες φωτιές εκείνων των δύο εβδομάδων (δηλαδή το άμεσο παρελθόν) και στο θέμα της ελληνοτουρκικής φιλίας (δηλαδή το μέλλον). Αντανακλάται και στις εγκυκλοπαίδειες των τελευταίων 30 χρόνων που υπογραμμίζουν τις «ελληνικές αγριότητες» στα λήμματα για τον πόλεμο του 1919-1922 και αναφέρουν τη μεγάλη πυρκαϊά μόνο στο λήμμα «Izmir» και πάντοτε όσο πιο σύντομα και αδιάφορα μπορούν, χωρίς να δίνουν ακριβείς ημερομηνίες και να επιρρίπτουν ευθύνες σε Αρμένιους και Ρωμιούς. 
* Κρίσιμα ερωτήματα 
Ολα αυτά απορρέουν από μια παραδοχή, κατά βάθος, ότι η φωτιά αυτή δεν έπρεπε να συμβεί σε μια πόλη που οι Τούρκοι είχαν στα χέρια τους και επιπλέον ότι δεν έγινε στάχτη ολόκληρη η Σμύρνη αλλά κυρίως οι αρμενικές και οι ρωμαίικες συνοικίες. Υπό μια έννοια οι Τούρκοι βρέθηκαν με τον τορβά στα χέρια. Αυτό οδηγεί στην αναζήτηση άλλων οδών άμυνας, ορισμένες εκ των οποίων ανακόλουθες. Εξ ου και η απόπειρα θόλωσης του χρονολογίου μεταξύ 9ης και 13ης Σεπτεμβρίου, με συνέπεια η απελευθέρωση και η πυρκαϊά να συγχέονται σε μια ενιαία στιγμή, έτσι ώστε α) οι υπαινιγμοί ότι ο ελληνικός στρατός ήταν ο κακός πίσω από την αρμενορωμαίικη συμφωνία και β) οι πιο χονδροειδείς δηλώσεις ότι ο ελληνικός στρατός έβαλε φωτιά στη Σμύρνη αποχωρώντας να εκλαμβάνονται από τους εύπιστους ως ένα και το αυτό. 
Εξ ου επίσης και οι επαναλαμβανόμενες επικλήσεις του αμφιβόλου αξίας επιχειρήματος: «Πώς και γιατί θα μπορούσαμε να κάψουμε την ίδια μας την πόλη;» - αμφιβόλου αξίας διότι, με την ίδια λογική, γιατί να θέλουν οι Αρμένιοι ή οι Ρωμιοί να καούν ζωντανοί μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους; Δυστυχώς υπάρχει ένας χειρότερος τρόπος να γυρίσει αυτό το επιχείρημα αντίστροφα. Ο Φαλίχ Ρίφκι (Ατάι), διανοούμενος και δημοσιογράφος που ανήκε στον κύκλο του Ατατούρκ, κατηγορεί στην «Cankaya» του τον Νουρεντίν Πασά, τον διοικητή της Πρώτης Στρατιάς, ότι έτρεφε τέτοιο μένος εναντίον της «gavur Izmir» (της Σμύρνης των απίστων) που απέκλεισε επίτηδες τις χριστιανικές γειτονιές και τις άφησε να καούν ολοσχερώς, φροντίζοντας μόνο να εμποδίσει τη φωτιά να εξαπλωθεί στις μουσουλμανικές συνοικίες. 
Οι ενδείξεις προς αυτή την ερμηνεία, μαζί με τον ρόλο που έπαιξε ο Νουρεντίν στο λιντσάρισμα του Πατριάρχη Χρυσόστομου, παρουσιάζονται συστηματικότερα στα πρόσφατα έργα του Μπίλγκε Ουμάρ, τα οποία προκάλεσαν ύβρεις εναντίον του από φανατικούς. Ο Φαλίχ Ρίφκι ωστόσο θέτει ένα ερώτημα πολύ πιο τολμηρό από όσα έχουν τολμήσει να θέσουν όλοι οι μεταγενέστεροι συγγραφείς: «Γιατί καίγαμε τη Σμύρνη; Φοβόμαστε ότι, όπως με τις αρμενικές απελάσεις, δεν θα μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε τις μειονότητες αν δεν καταστρέφαμε τα σπίτια και τις γειτονιές τους;». Από το «γιατί να κάψουμε» ως το «γιατί καίγαμε» υπάρχει εκπληκτική αντιστροφή... 
Είμαι ευγνώμων προς τον δρα Αχμέτ Ερσόι για την άδεια να χρησιμοποιήσω αδημοσίευτο υλικό από τις έρευνές του. 
Σημείωση ως προς την ορολογία: Χρησιμοποίησα τον όρο «Ρωμιοί» για τους ντόπιους Ελληνες της Μικράς Ασίας, ενώ ο όρος «Ελληνες» αναφέρεται στους Ελληνες της κυρίως Ελλάδας ή στον ελληνικό στρατό. 
Ο κ. Halil Berktay είναι καθηγητής της Ιστορίας στη Σχολή Τεχνών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Σαμπαντσί της Κωνσταντινούπολης.


Το ΒΗΜΑ, 01/09/2002 , Σελ.: B32
Κωδικός άρθρου: B13652B322
ID: 248367

Τελευταία τροποποίηση στιςΠαρασκευή, 12 Οκτωβρίου 2018 11:16
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Φρίντγιοφ Νάνσεν Συνθήκη Μούδρου »

Προσθήκη σχολίου

Σιγουρευτείτε πως έχετε εισάγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με το σύμβολο (*). Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.