Η γενοκτονία των Ελλήνων της Σμύρνης
Γράφτηκε από τον Κωνσταντίνος Νίγδελης
- Κατηγορία Μικρασιατική εκστρατεία
- Διαβάστηκε 560 φορές
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Εκτύπωση
- Σχολιάστε πρώτοι!
Η Γενοκτονία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία ήταν αποτέλεσμα οργανωμένης πολιτικής των Εβραϊκών και Τουρκικών καθεστώτων μεταξύ του 1894 και 1955. Συνίστατο από συστηματικές σφαγές, βασανιστήρια και εθνικές εκκαθαρίσεις εκατομμυρίων Ελλήνων από την ιδία δική τους ελληνική γη στην Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Αν. Θράκη.
Εκατομμύρια παιδιά, άνδρες και γυναίκες βασανίστηκαν και σφαγιάσθηκαν ή κρεμάστηκαν σε πλατείες ή κάηκαν μαζί με τα σπίτια τους μόνο και μόνο επειδή ήταν Έλληνες. Το μόνο «έγκλημα» αυτών των εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν ότι ζούσαν στην δική τους ελληνική γη, εκεί όπου είχαν ζήσει οι πρόγονοί τους για χιλιάδες χρόνια πριν τις εβραϊκές και τουρκικές εισβολές. Οι Τούρκοι κυβερνήτες εκτέλεσαν με αφάνταστη σκληρότητα το σχέδιό τους να δημιουργήσουν μια «Τουρκία για τους Τούρκους», μια καθαρά εξ ολοκλήρου Εβραιομογγολικής Τουρκίας.
Η εντολή του Νουρεντίν Πασά για τη σφαγή των Ελλήνων της Σμύρνης.
Αν και υπάρχουν άπειρες αποδείξεις που τεκμηριώνουν ότι η Γενοκτονία των Ελλήνων είναι αναμφισβήτητο γεγονός, η Ελληνική Κυβέρνηση προσπαθεί να ευχαριστήσει τους στρατιωτικούς που κυβερνούν την Τουρκία αναφερόμενοι στην Γενοκτονία των Ελλήνων ως μια απλή «Καταστροφή».
Με απόφασή της η ελληνική κυβέρνηση διαγράφει τον όρο «Γενοκτονία» από νόμο που ψήφισε το Ελληνικό Κοινοβούλιο το 1998. Σύμφωνα με τον Νόμο 2645 έχει θεσπιστεί η 14η Σεπτεμβρίου, ως ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία που υπέστη ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας.
Πορεία θανάτου των εκτοπισμένων Ελλήνων, στην τουρκική ενδοχώρα.
Η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες «όπως και για τις υπόλοιπες χριστιανικές (=ελληνικές) ομάδες» είχε αρχίσει με το πραξικόπημα των Νεότουρκων. Η μέχρι τότε κατάσταση περιγράφεται στις 30 Νοεμβρίου 1908 στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Ο Λαός» της Κωνσταντινούπολης που εξέδιδε ο Ν. Γιαννιός:
«Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν τους χριστιανούς για ίσους με τον εαυτό τους, παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους μεταχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια.
Η τουρκική κυβέρνηση τους ανεχόταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα, παρά για να τρέφουν τον μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γαιοκτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στον μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειές τους».
Η ευκαιρία για τους Τούρκους δόθηκε στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη συμπαράσταση των Γερμανών συμμάχων τους. Οι πρώτοι διωγμοί ξεκινούν από την Ανατ. Θράκη με τη βίαιη μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού. Ακολουθούν μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας για να κορυφωθούν με τη γενοκτονία στο μικρασιατικό Πόντο.
Οι Έλληνες της Σμύρνης οδηγούνται προς τον διωγμό
Το κόστος της σφαγής του 1922 ήταν τεράστιο για τον Ελληνισμό. Ο Τζορτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη την περίοδο των τραγικών γεγονότων, υπολόγισε σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο τους Έλληνες που εξοντώθηκαν στο σύνολο του μικρασιατικού χώρου κατά τη διάρκεια των εθνικών εκκαθαρίσεων.
Με βάση την οθωμανική απογραφή, οι Έλληνες στον μικρασιατικό χώρο (Δυτική Μικρά Ασία, Πόντος και Καππαδοκία) ξεπερνούσαν τα δυόμισι εκατομμύρια πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η επόμενη καταγραφή τους γίνεται στην Ελλάδα το 1928. Καταγράφονται λίγο περισσότεροι από ένα εκατομμύριο.
Έλληνες της Μικράς Ασίας σκοτώνονται, «σφάζονται κυριολεκτικά» από Τούρκους
Στις 15 Αυγούστου 1922 μία ανακοίνωση γνωστοποιούσε την εκκένωση από τον Ελληνικό Στρατό του Αφιόν Καραχισάρ. Η 25η Αυγούστου ήταν η τελευταία ημέρα της παρουσίας των Ελληνικών Αρχών στη Σμύρνη. Η πυρπόληση της Σμύρνης έγινε την Τετάρτη 31 Αυγούστου 1922.
Στις 31 Αυγούστου (14 Σεπτεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) οι Τούρκοι στρατιώτες του Νουρεντίν βάσει σχεδίου που τους παρέδωσαν οι Τουρκικές αρχές άρχισαν να ανάβουν φωτιές στην πόλη. Με βενζίνη ή με πετρέλαιο άναψαν φωτιά πρώτα στην αρμενική συνοικία. Συνέχισαν το εμπρηστικό τους έργο σε όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές συνοικίες. Το αεράκι διευκόλυνε την φωτιά να απλωθεί από σπίτι σε σπίτι που επεκτάθηκε σε έκταση 3,5 χιλιομέτρων. Εκτός από ορισμένα κτήρια του παραλιακού δρόμου που τους έδωσαν εντολή να μην τα πειράξουν , οι Τούρκοι στρατιώτες ανατίναξαν όλα τα υπόλοιπα με δυναμίτη. Η φωτιά εμαίνετο όλη την νύχτα και σάρωσε όλη σχεδόν την πόλη. Κάηκαν 55.000 σπίτια από τα οποία τα 43.000 ήταν ελληνικά, τα 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Αποτεφρώθηκαν 117 σχολεία κοινοτικά και ιδιωτικά, ελληνικά και αρμενικά, όλα τα νοσοκομεία, 2 μουσεία και πολλά ιδρύματα. Από τις εκκλησίες οι 43 από τις 46. Από την πυρκαγιά και τις επιθέσεις των Τούρκων κατά του τρομοκρατημένου πλήθους στους δρόμους τις Σμύρνης για 3-4 ημέρες περίπου στους 12.000 ανθρώπους, από τους όποιους οι 10.000 Έλληνες έχασαν την ζωή τους.
Η Σμύρνη καίγεται και οι κάτοικοι προσπαθούν να μπουν στις βάρκες.
Φαίνεται ολοκάθαρα η αμερικάνικη σημαία (=Εβραίων).
Με αγωνία και πανικό ο πληθυσμός καταφεύγει στην προκυμαία, για να επιβιβαστεί σε πλοία. 300.000 άνθρωποι στο στενό χώρο της προκυμαίας, ανάμεσα στις φλόγες και στο λιμάνι της σωτηρίας που ελπίζουν. Τα πολεμικά πλοία των Συμμάχων τήρησαν θέση ουδέτερη-απλού παρατηρητή, δεν βοήθησαν ή ακόμα εμπόδισαν την επιβίβαση και σωτηρία των κατοίκων. Όσα ελληνικά πλοία ήταν εκεί βοήθησαν όσο μπορούσαν στη διάσωση.
Πολλοί πέφτουν στη θάλασσα και πνίγονται μέσα στον πανικό. Οι υπερφορτωμένες βάρκες ανατρέπονται και βυθίζονται. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να βγούνε στη στεριά για να αποφύγουν τον πνιγμό και οι Τούρκοι τους κόβουν τα χέρια.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Ελένη Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι:
«...Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι άφησαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατέβαιναν και έσφαζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες... Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ´ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και έσφαζαν και σκότωναν.
Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση να ‘ρπάξουν, να σφάξουν, να ‘ τιμάσουν.
«Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω-γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ´ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Αριστερά: Ελληνίδα πρόσφυγας και το παιδί της με σπασμένο πόδι.
Δεξιά: Ένας από τους πολλούς Έλληνες που κρεμάστηκαν μέσα στην Σμύρνη.
Χρήστος Αγγελομάτης: «Οι δρόμοι της Σμύρνης, ήσαν μαύροι από τους κατερχομένους από το εσωτερικόν πολίτας και στρατιώτας και όλοι έσπευδον προς την προκυμαίαν, με την ιδέαν ότι θα εύρισκον εκεί τα πλοία της σωτηρίας των».
Ο Εβραίος Αμερικανός Πρόξενος της Σμύρνης George Horton: «Ο συστηματικός εμπρησμός της Σμύρνης έγινε από τους στρατιώτας του Μουσταφά Κεμάλ με τον σκοπό να εξολοθρευθούν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια στην Πατρίδα τους. Βέβαιο είναι ακόμη, ότι εκτός από την φωτιά είχαν προσχεδιασθεί και οι σφαγές και οι λεηλασίες. Χιλιάδες υποφέρουν και αποθνήσκουν εις την Σμύρνην. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων υπερβαίνει πάσαν περιγραφήν. Δεν ενθυμούμαι επεισόδιον εις την ιστορίαν παρομοίων ανθρωπίνων συμφορών. Έχοντες οπίσω των τα καιόμενα σπίτια των, οι άνθρωποι αυτοί μένουν επί ώρας και ημέρας εις την προκυμαίαν της Σμύρνης γυναίκες, άνδρες και παιδιά κραυγάζοντες και εκλιπαρούντες πλοία για να φύγουν».
Ελληνικές Οικογένειες ξεκληρίζονται από τους Τούρκους.
Σφάζοντας οι Τούρκοι μανάδες, πατεράδες, παιδιά και μωρά.
«Τάιμς Νέας Υόρκης» στις 18/9/1922 :
«Από την 11η νυκτερινή της Κυριακής 28ης Αυγούστου και ύστερα κανένα ελληνικό και αρμενικό σπίτι δεν έμεινε άθικτο, θύρες έσπαζαν, παράθυρα παραβιάζονταν, γυναίκες ατιμάζονταν, άνδρες και παιδιά λογχίζονταν, αποκεφαλίζονταν, στραγγαλίζονταν, ως κουρέλια ξεσχίζονταν. Τούρκοι αξιωματικοί κατευθύνουν το πλιάτσικο των στρατιωτών. Συναντήσαμε πολλούς να μεταφέρουν κλοπιμαία με κάθε μέσο. Οι σφαγές παίρνουν διαστάσεις. Τα πτώματα άλλοτε ακέφαλα και άλλοτε ακρωτηριασμένα παραμένουν άταφα και αναδίδουν φοβερή δυσοσμία».
Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Ο Κεμάλ γιόρτασε το θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του εκεί χριστιανικού πληθυσμού».
Έλληνες κάθε ηλικίας, της Σμύρνης, αφού βασανιστήκανε και δολοφονηθήκανε.
Διδώ Σωτηρίου «Τα Ματωμένα Χώματα» (απόσπασμα):
«Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις. Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!
Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουν τα νερά σαν να 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
- Βούρ, κεραταλάρ: Χτυπάτε τους τούς κερατάδες.
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές.
Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αη-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει».
Οι Τούρκοι στρατιώτες μπροστά στα κεφάλια των Ελλήνων θυμάτων τους